- αβδηριτισμός
- To να σκέφτεται ή να ενεργεί κάποιος σαν τους Αβδηρίτες. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν αβδηρίτες τους άκριτους, τους ματαιόδοξους. Η λέξη προερχόταν από τους κατοίκους των Αβδήρων, τους οποίους οι Έλληνες των άλλων περιοχών θεωρούσαν κενόδοξους και επιπόλαιους.
* * *ο (αβδηριτίζω)το να συμπεριφέρεται κάποιος σαν Αβδηρίτης, σαν ανόητος.
Dictionary of Greek. 2013.